ναυκληρία

ναυκληρία
η (Α ναυκληρία) [ναύκληρος]
1. το αξίωμα και το έργο τού ναυκλήρου
2. ιδιοκτησία πλοίου
αρχ.
1. επιχείρηση
2. πλοίο
3
πλους, ταξίδι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ναυκληρία — ναυκληρίᾱ , ναυκληρία life and calling of a fem nom/voc/acc dual ναυκληρίᾱ , ναυκληρία life and calling of a fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυκληρίᾳ — ναυκληρίαι , ναυκληρία life and calling of a fem nom/voc pl ναυκληρίᾱͅ , ναυκληρία life and calling of a fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυκλήρια — ναυκλήριον ship of a neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυκληρίας — ναυκληρίᾱς , ναυκληρία life and calling of a fem acc pl ναυκληρίᾱς , ναυκληρία life and calling of a fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυκληρίαν — ναυκληρίᾱν , ναυκληρία life and calling of a fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυκληριῶν — ναυκληρία life and calling of a fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυκληρίαις — ναυκληρία life and calling of a fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυκλήριον — ναυκλήριον, τὸ (Α) [ναύκληρος] 1. πλοίο το οποίο ανήκε σε ναύκληρο 2. στον πληθ. τὰ ναυκλήρια α) ιδιοκτησία πλοίων β) ναύσταθμος …   Dictionary of Greek

  • ναυκληρικός — ή, ό (Α ναυκληρικός, ή, όν) [ναύκληρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ναύκληρο ή αυτός που προσιδιάζει σε ναύκληρο αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ναυκληρικά ναυκληρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”